- ὑδροστάσιον
- ὑδρο-στάσιον, τό, stehendes Wasser, Teich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὑδροστάσιον — standing water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
υδροστάσιο — το / ὑδροστάσιον, ΝΑ [υδροστάτης] 1. τόπος καλυμμένος από στάσιμα νερά, μικρό τέναγος 2. χώρος συλλογής νερού, δεξαμενή νεοελλ. φυσική ή τεχνητή μικρή λίμνη στην οποία εκτρέφονται ψάρια τών γλυκών νερών … Dictionary of Greek
ՋՐԱԲԱՇԽ — (ի, ից.) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c գ. ՋՐԱԲԱՇԽ եւ ՋՐԱԲԱՇԽԻՔ. Բաշխումն ջրոց. ջրաբաշխութիւն. եւ Տեղի՝ ուր իցէ ջուր բաշխելի. լիճ. *Էին գեօղք երկու մօտ ʼի նեղոս գետ. եւ կամէին. ճակատել ընդ միմիանս վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՋՐԱԲԱՇԽԻՔ — (խեաց.) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c գ. ՋՐԱԲԱՇԽ եւ ՋՐԱԲԱՇԽԻՔ. Բաշխումն ջրոց. ջրաբաշխութիւն. եւ Տեղի՝ ուր իցէ ջուր բաշխելի. լիճ. *Էին գեօղք երկու մօտ ʼի նեղոս գետ. եւ կամէին. ճակատել ընդ միմիանս վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)